- πεντηκοστή
- Χριστιανική εορτή, που συμπίπτει με την 50ή ημέρα από το Πάσχα, σε ανάμνηση της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι «ομοθυμαδόν επί το αυτό», και οι οποίοι το δέχτηκαν με τη μορφή «γλωσσών ωσεί πυρός» (Πράξεις των Αποστόλων, κεφ. β΄) Το όνομα Π. που σημαίνει πεντηκοστή ημέρα, είχε δοθεί αρχικά σε μιαν αγροτική εορτή της εβραϊκής θρησκείας, που λεγόταν «των Εβδομάδων», κατά την οποία προσφέρονταν στον Γιαχβέ οι απαρχές της συγκομιδής σε ανάμνηση της παράδοσης του μωσαϊκού νόμου στο όρος Σινά (που θεωρούνταν ότι έγινε 50 ημέρες μετά την έξοδο από την Αίγυπτο, η οποία εορταζόταν με το Πάσχα). Aργότερα οι χριστιανοί ερμήνευσαν την Π. ως χρονολογία τη αρχής της νέας Εκκλησίας και, κατά συνέπεια, του νέου Νόμου, που αντικατέστησε τον παλαιό.
Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου «Πεντηκοστή» (Μαδρίτη, Πράντο).
Η Πεντηκοστή, τμήμα ψηφιδωτού του 11ου αιώνα (ναός Οσίου Λουκά, Βοιωτία).
* * *η, ΝΜΑβλ. πεντηκοστός.
Dictionary of Greek. 2013.